εὔπλαστος

εὔπλαστος
εὔπλαστ-ος, ον,
A easy to mould or put into shape, of a broken nose, Hp.Art.39 ([comp] Sup.); φύσει ποὺς εὔ. Aristaenet.1.12.
2 easy to mould, ductile,

εὐπλαστότερον κηροῦ Pl.R.588d

, cf. Ael.NA17.9, Dsc.4.75; φύσις (of sea-water) Arist.GA761a34 ([comp] Comp.);

ἦθος Pl.Lg.666c

([comp] Comp.); of men, impressionable, Arist.Po.1455a33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὔπλαστος — easy to mould masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύπλαστος — η, ο (Α εὔπλαστος, ον) 1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος 2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός 3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση 1. (με ενεργ.… …   Dictionary of Greek

  • εύπλαστος — η, ο αυτός που πλάθεται, που διαμορφώνεται εύκολα: Η παιδική ψυχή είναι εύπλαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐπλαστότερον — εὔπλαστος easy to mould adverbial comp εὔπλαστος easy to mould masc acc comp sg εὔπλαστος easy to mould neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπλαστότατον — εὔπλαστος easy to mould masc acc superl sg εὔπλαστος easy to mould neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπλάστως — εὔπλαστος easy to mould adverbial εὔπλαστος easy to mould masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπλαστον — εὔπλαστος easy to mould masc/fem acc sg εὔπλαστος easy to mould neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπλαστότερα — εὔπλαστος easy to mould neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπλαστότερος — εὔπλαστος easy to mould masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπλάστου — εὔπλαστος easy to mould masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπλάστους — εὔπλαστος easy to mould masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”